αποτελεστικός

αποτελεστικός
ἀποτελεστικός, -ή, -όν (Α) [αποτελώ]
1. αυτός που εκτελεί κάτι
2. τελειωτικός
3. αστρολ. ο αποτελεσματικός*
4. γραμμ. (για τους συνδέσμους) ο τελικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποτελεστικός — causative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικά — ἀποτελεστικός causative neut nom/voc/acc pl ἀποτελεστικά̱ , ἀποτελεστικός causative fem nom/voc/acc dual ἀποτελεστικά̱ , ἀποτελεστικός causative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικῶν — ἀποτελεστικός causative fem gen pl ἀποτελεστικός causative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικόν — ἀποτελεστικός causative masc acc sg ἀποτελεστικός causative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικαῖς — ἀποτελεστικός causative fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικαί — ἀποτελεστικός causative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικοῖς — ἀποτελεστικός causative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικοί — ἀποτελεστικός causative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικοῦ — ἀποτελεστικός causative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτελεστικούς — ἀποτελεστικός causative masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”